Να τελειώνουμε με την Ελλάδα του Άκη….
Ο Άκης σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής που καταταλαιπώρησε την αισθητική μας με την ξιπασιά της, την κενότητά της και το δήθεν της. Μιας εποχής που κατήργησε όλες τις ιεραρχίες στο όνομα ενός θολού αριστερού εξισωτισμού. Ο γιός του οδηγού λεωφορείου μπορούσε να στέκεται δίπλα στον μεγάλο Αντρέα και να το παίζει Υπουργός και υποψήφιος δελφίνος του, όχι επειδή διέθετε τα τυπικά προσόντα της αξίας, ούτε επειδή διακρινόταν έστω από μια υποτυπώδη ευστροφία, αλλά επειδή ήταν το λαϊκό παιδί του οδηγού ενός λεωφορείου από μια λαϊκή γειτονιά της συμπρωτεύουσας και έτυχε να συναντήσει στη ζωή του τον μεγάλο Αντρέα. Απλά και καθημερινά υλικά για μια πετυχημένη συνταγή ζωής.
Μαζί με την εποχή αυτή τελειώνουν και πολλές άλλες παράλληλες εποχές της ίδιας και απαράλλαχτης αισθητικής. Η εποχή που αρκούσε το νεύμα ή το ανασήκωμα του ώμου ενός Υπουργού για να μπεις στο γραφείο του ξεβράκωτος και πειναλέος και να βγείς ματσωμένος και καταξιωμένος. Η εποχή του «ό,τι δηλώσεις είσαι» και της καφρίλας του κάθε τυχάρπαστου να κορδώνεται σαν γύφτικο σκεπάρνι στο άκουσμα της λέξης Πρόεδρος. Η εποχή που μπαζώναμε ρέματα, χτίζαμε όπου μας κάπνιζε, ρυπαίναμε όπου δεν χτίζαμε και με rooms to let πουλούσαμε λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και το αγόρι μου και πορευόμασταν με θέα τον 21ο αιώνα . Η εποχή που το «έτσι γουστάρω» ήταν το κυρίαρχο μότο μιας ολόκληρης κοινωνίας που έμαθε στην ανομία, τη συναλλαγή και τη ρεμούλα. H εποχή που το σβήσιμο της κλήσης συνιστούσε μαγκιά, αποτυπωμένη στο πρόσωπο του μαλάκα με εκείνο το κλασικό ύφος της επιτυχίας που έλεγε σε όλη την παρέα: «Κοιτάξτε με. Είμαι σπουδαίος. Σβήνω κλήσεις». Η εποχή που το «πρώτο τραπέζι πίστα» μοίραζε τίτλους ευγενείας και η έκβαση των λουλουδοπόλεμων καθόριζε τον νέο συσχετισμό δυναμέων στην κραιπαλική ελίτ των Β.Π. Αυτές τις εποχές τερματίζουν οι χειροπέδες του Άκη.
Βαυκαλίζαμε, με κατανάλωση και θεσιθηρία, τις συνειδήσεις μας, για να μην εξεγερθούν μπροστά στη θέα του ηλίθιου, που διεκδικούσε την αιρετότητα ως άλλοθι για την ηλιθιότητά του και τώρα που αυτές αφυπνίστηκαν στεκόμαστε αποσβολωμένοι να κοιτάμε το πολιτειακό τσαντίρι που φτιάξαμε. Και το δράμα μας είναι πως αποψιλώσαμε τόσο πολύ τον πνευματικό μας κόσμο από λογοτέχνες, ποιητές και φιλοσόφους και παραδώσαμε τόσο αστόχαστα την πολιτική μας, βορά στις αρπακτικές διαθέσεις του μεσαίου όρου ώστε να μην έχουμε σήμερα τις ποιότητες εκείνες που θα κληθούν να κάνουν πράξη την αγωνία του ποιητή.
Να σταθούν απέναντι στη μετριοκρατία και τα κομματικά μειράκιά της και να την ξεμπροστιάσουν μέσω της απλής σύγκρισης. Να δείξουν, επιτέλους, το δρόμο της πραγματικής ανάπτυξης στα εκατομμύρια των κατοίκων των μεγάλων αστικών κέντρων και να στηρίξουν, με τον λόγο τους, ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο το οποίο θα έχει στο επίκεντρο τα χωριά και τις κωμοπόλεις της ελληνικής περιφέρειας και το οποίο θα βασίζεται στον πραγματικό μόχθο του πρωτογενή και του δευτερογενή τομέα και όχι στο αεριτζίδικο, που κοντεύει να μας γίνει δεύτερη φύση.