Κυριακή 8 Μαΐου 2011

Προσκύνημα.



Αξίζει τον κόπο να ρίξει κανείς μια ματιά στο άρθρο της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ που ακολουθεί αφιερωμένο στον Θανάση Βέγγο.

Με αυτό θα κλείσω και γω το προσκύνημά μου στην μνήμη του σοκαρισμένη γιατί όσο ζούσε τον συμπαθούσα απλώς. Χρειάστηκε να φύγει για να μάθω και να τον εκτιμήσω βαθύτατα.

Ο Θανάσης στη χώρα της συγκίνησης

ΤΗΣ ΕΥΑΝΝΑΣ ΒΕΝΑΡΔΟΥ

Ισως ο πιο αγαπητός άνθρωπος στην Ελλάδα, ο δραματικός μας κλόουν Θου Βου, που πέθανε την περασμένη Τρίτη στα 84, υπήρξε ένας ηθοποιός-σύμβολο που ταυτίστηκε όσο κανείς με τις περιπέτειες ενός ολόκληρου λαού.

Οπως όμως όλοι οι μεγάλοι κωμικοί, είχε και ο Βέγγος μια δραματική φλέβα που τις τελευταίες δεκαετίες ανακάλυψαν οι σημαντικότεροι σκηνοθέτες μας.

Ποιος δεν θυμάται τον όψιμο, σπαρακτικό του ρόλο στην «Ψυχή βαθιά» του Βούλγαρη, όταν πάει να διεκδικήσει το πτώμα του μονάκριβου εγγονού του που έπεσε στον Εμφύλιο, για να τον θάψει όπως του αξίζει; Στα 82 του είχε ακόμα μια ασίγαστη επιθυμία να παίζει. Τόπος γυρίσματος, μια βουνοπλαγιά στο Βίτσι, όπου για χρόνια οι ντόπιοι έβρισκαν σκελετούς ανταρτών.

«Μα ξεκουραστείτε λίγο, κύριε Βέγγο. Και βάλτε αυτά τα γάντια, κάνει παγωνιά εδώ πάνω...», τον παρότρυναν όλοι. «Οχι, πρέπει να δείχνω ταλαιπωρημένος, ξενυχτισμένος. Εχω χάσει το εγγόνι μου στην ταινία... Γιατί να ξεκουραστώ; Θέλω να είμαι στο γύρισμα, με τον σκηνοθέτη μου, πότε θα το ξαναζήσω αυτό;»

«Και τις δύο μέρες που είχαμε γύρισμα, έπρεπε να είναι έτοιμος στις επτά το πρωί», θυμάται σήμερα ο Π. Βούλγαρης. «Ομως η ιδιοκτήτρια του ξενώνα στο Σιδηροχώρι, όπου έμενε, μου έλεγε πως ήταν ντυμένος και πανέτοιμος από τις 5 τα χαράματα. Ηταν υποδειγματικός συνεργάτης. Μάθαινε τέλεια τους διαλόγους του και είχε μεγάλη αγωνία για το γύρισμα».

Το διαπιστώσαμε και όσοι το παρακολουθήσαμε: με μια έμφυτη ευγένεια απέναντι και στον τελευταίο κομπάρσο, ευχαριστούσε τους πάντες, ζητώντας συγνώμη από το συνεργείο όταν χρειαζόταν να ξαναπάει το πλάνο.

«Δεν είναι πόλεμος τούτο που μας βρήκε, κύριε ταξίαρχε. Ντροπή είναι... Ελληνες να τουφεκάνε Ελληνες» λέει στον αξιωματικό, ζητώντας να θάψει το νεκρό εγγονό του. Κάποια στιγμή σταματά: «Παντελή, ήταν λίγο υπερβολικό. Μήπως να το ξαναπάμε;»

Η Ιωάννα Καρυστιάνη μάς είχε πει πως ο Θ. Βέγγος εκπροσωπεί τον λαϊκό άνθρωπο που ζει στο πετσί του τα αποτελέσματα της ιστορίας, όπως τη διαπλέκουν οι ισχυροί...

- Κύριε Βέγγο, το θέμα πρέπει να σας λέει πολλά, του είχαμε πει. Κάνατε κι εσείς Μακρόνησο...

«Ναι, για τεσσεράμισι χρόνια. Πέρασα δύσκολα. Ο Τάσος ο Ζωγράφος έμεινε δυόμισι χρόνια. Κάθε πρωί πήγαινε σε ένα βράχο πάνω από τη θάλασσα και τάιζε τη γοργόνα του. Καθόταν μέχρι το βράδυ και της έριχνε ψίχουλα, διαλύοντας την κουραμάνα του. Οταν ήταν να απολυθεί, του έλεγα: "δώσε μου κι εμένα να φάω, ρε Τάσο, από την καραβάνα σου"...»

Στο χώρο του θεάματος άλλωστε ο αριστερών φρονημάτων Βέγγος (που μεγάλωσε με έναν πατέρα που απολύθηκε λόγω φρονημάτων από την Εταιρεία Ηλεκτρισμού) βρέθηκε ύστερα από προτροπή του συγκρατούμενού του στη Μακρόνησο Νίκου Κούνδουρου. Εφτιαξε μάλιστα ένα πολύ ωραίο σκίτσο του Θανάση της Μακρονήσου. Ενα απόγευμα ο Βέγγος του έφτιαξε ένα πρόχειρο σανιδένιο κρεβάτι. Γρήγορα άρχισε να συμμετέχει και στις παραστάσεις του Κούνδουρου, στο θεατράκι που είχαν στο δεύτερο τάγμα: «Εκανα μιμήσεις, παρωδούσα διαφημίσεις για γυναικείες κρέμες, οτιδήποτε. Γελούσαν οι πάντες. Από πού κι ως πού εγώ αστείος, αναρωτιόμουν μέσα μου...»

Ο Ντίνος Δημόπουλος, στο βιβλίο του «Ενας σκηνοθέτης θυμάται...» (1998), ανακαλούσε το βράδυ εκείνο που, πολλά χρόνια μετά, ο Βέγγος, «μετά από πολλά παρακάλια άνοιξε το στόμα του και μας μίλησε για πρώτη φορα για τη Μακρόνησο»: «Εμένα δεν μου έκαναν τίποτα, εκεί στη Μακρόνησο, μπροστά σ' αυτά που έκαναν στους άλλους. Δεν μιλάω για τις απειλές, για το ξύλο, για την πείνα, για την ταπείνωση, για τα μαρτύρια, για τους βασανισμούς. Μιλάω για την ντροπή. Για κείνους που δεν άντεξαν. Και τους ανάγκασαν να στραφούν ύστερα εναντίον των συντρόφων τους. Αυτό δεν το σηκώνει κανένας. Είναι η χρεοκοπία του ανθρώπου».

Κι όμως, κατάφερε τη μαυρίλα της μετεμφυλιακής εποχής να την ξορκίσει με τη χαμογελαστή συγκίνηση, τις χαρακτηριστικές νευρωτικές, κοφτές μανιέρες, τα τικ του και την αμίμητη εκφραστικότητα του σώματός του που ενίοτε θύμιζε ήρωα του βωβού.

Οι συνεργασίες του με τον Βούλγαρη το '90 («Ησυχες μέρες του Αυγούστου», «Ολα είναι δρόμος») πάντα ξάφνιαζαν. Ποιος δεν θυμάται το Βέγγο-θηροφύλακα να διασχίζει με τη βάρκα του το Δέλτα του Εβρου και στο τέλος, σε ρόλο τιμωρού, να εκτελεί έναν αδίστακτο κυνηγό που πυροβολεί την τελευταία νανόχηνα που κατοικεί στον βιότοπο; Η σύγκρουση συμβολική: δύο τύποι ανθρώπων, δύο τύποι ηθικής.

«Οταν του πρότεινα να παίξει αυτόν τον ρόλο», λέει ο Π. Βούλγαρης, «εκείνος φώναξε τη γυναίκα του και τα δύο του αγόρια και τους ρώτησε τη γνώμη τους. Αν έπρεπε δηλαδή να πυροβολήσει. "Δεν έχω σκοτώσει ποτέ κανέναν σε ταινία", μου είχε πει. Ομως οι δικοί του τον παρότρυναν: "Μπαμπά, να το κάνεις". Ολες οι αποφάσεις περνούσαν από την οικογένειά του. Τους λάτρευε».

Ο Βούλγαρης αισθάνθηκε από νωρίς τη δραματική φλέβα του Βέγγου: «Το ένστικτό μου με οδηγούσε εκεί. Ιδιαίτερα βλέποντας την ερμηνεία του στις ταινίες του Κατσουρίδη. Αλλά ακόμα και κωμωδίες είχαν κάτι το δραματικό, όπως και το "Ψηλά τα χέρια, Χίτλερ" του Μανθούλη».

Στις «Ησυχες μέρες του Αυγούστου» που το 1991 του χάρισαν κρατικό βραβείο ερμηνείας, ο Βέγγος ενσαρκώνει έναν συνταξιούχο, παντρεμένο ναυτικό που ένα βράδυ, στον ηλεκτρικό, συναντά μια απελπισμένη γυναίκα. Οταν αυτή λιποθυμά την πηγαίνει στο νοσοκομείο, κι ύστερα τη φιλοξενεί στο σπίτι του. «Απέδωσε όμορφα μια λεπτή, ιδιαίτερη σχέση ανάμεσά τους. Παρέα βρήκαμε έναν τρόπο να τιθασεύσει την απίστευτη εκφραστικότητα του προσώπου του. Σιγά σιγά άρχισε κι εκείνος να κερδίζει τη λιτότητα».

Οταν ο Βούλγαρης γύριζε το «Προξενιό της Αννας», «ήρθε να μας δει στο γύρισμα με δυο ταψιά γαλακτομπούρεκο. Κι όταν είδε την κουζίνα σε κακό χάλι, άρχισε να μας πλένει τα πιάτα! Ηταν μανιώδης με την καθαριότητα».

Ο Γ. Λαζαρίδης είχε γράψει πως «μοναδικός εχθρός του Βέγγου ήταν ανέκαθεν η σκόνη! Παλιά εχθρότητα, που αποκτήθηκε από την εποχή που η σκόνη με την άμμο ήταν με απαράμιλλη ομοψυχία πανταχού παρούσες (από το αντίσκηνο μέχρι το παγούρι και την καραβάνα) στις υποχρεωτικές διακοπές εθνικοφροσύνης που έκανε στη Μακρόνησο...».

Δραματικές καταστάσεις όμως ο Βέγγος δεν έζησε μόνο στη μεγάλη οθόνη. Η χρεοκοπία τού στοίχισε πολύ. «Ημουν στο γύρισμα», θυμόταν παλιότερα ο ίδιος, «κρεμασμένος ανάποδα από τον τέταρτο όροφο για κάποια σκηνή, κι ένας βοηθός μου αρχίζει να φωνάζει: "Είναι ανάγκη, είναι ανάγκη!" "Τι έγινε, καλέ μου άνθρωπε;" "Διαμαρτυρήθηκε το πρώτο γραμμάτιο της Κόντακ" μου φωνάζει. "Και είναι ανάγκη να μου το πεις τώρα; Ασε με να κατέβω πρώτα!"»

Μέχρι τέλους, όπως μάθαμε, έπαιρνε μια πενιχρή σύνταξη 800 ευρώ. Το μνημόνιο του την πετσόκοψε κι αυτή... «Το άγχος είναι η σπεσιαλιτέ μου. Μόνο στον άλλο κόσμο θα ηρεμήσω», έχει δηλώσει.

Καθώς τα χρόνια περνούσαν, οι ταινίες του γίνονταν όλο και πιο «πολιτικές», αποκαλύπτοντας έναν άλλο, πιο εσωτερικό Βέγγο: Πατρίς Βιβάνκο («Ζωή Χαρισάμενη»), Γιάννης Σολδάτος («Το αίνιγμα») και βέβαια με τον Θ. Αγγελόπουλο στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» (1995). Σε μια σκηνή ο Βέγγος-ταξιτζής αντικρίζει ένα χιονισμένο τοπίο: «Μωρή φύση, μόνη σου είσαι; Μόνος μου είμαι κι εγώ. Πάρε ένα μπισκότο!». «Μόνο ο Θανάσης θα μπορούσε να το πει έτσι, ώστε να είναι κωμικό, αλλά και να μην είναι ταυτόχρονα».

Οπως μας είπε ο Θ. Αγγελόπουλος, σε μια άλλη σκηνή, «κι ενώ έκανε αφόρητο κρύο και γυρίζαμε μέσα στο χιόνι, ένιωσα πως ο Θανάσης αισθανόταν αμήχανα μπροστά στον Χάρβεϊ Καϊτέλ. Δεν έβγαινε η σκηνή. Τον τσίγκλισα. Αλλος θα το έπαιρνε σαν προσβολή, όμως εκείνος αποδέχτηκε την πρόκληση. Ξαφνικά απελευθερώθηκε. Κι αυτό που έπρεπε να πει, το είπε με ένα ρίγος στη φωνή. Είπε κάτι που σήμερα θα ευχόμουν να είναι ένας εξορκισμός: "Η Ελλάδα πεθαίνει. Πεθαίνουμε σαν λαός. Κάναμε τον κύκλο μας. Τρεις ή έξι χιλιάδες χρόνια ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες κι αγάλματα. Και πεθαίνουμε. Αλλά αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα να πεθάνει γρήγορα. Γιατί η αγωνία κρατάει πολύ"».

Τελευταίος του κινηματογραφικός ρόλος ήταν ένα πέρασμα στο «Πέταγμα του κύκνου» του Νίκου Τζήμα. Δεν πρόλαβε να υποδυθεί τον Πρόσπερο στην κινηματογραφική μεταφορά της σεξπιρικής «Τρικυμίας» από τον Δήμο Αβδελιώδη: «Ημασταν έτοιμοι για γύρισμα το Νοέμβριο του 2003, αλλά αρρώστησε», μας είπε ο σκηνοθέτης. «Ο Βέγγος», συμπληρώνει, «δεν ήταν ποτέ κάτι ξεχωριστό στη σκηνή και κάτι ξεχωριστό στην ζωή. Ηταν το ίδιο πράγμα. Θύμιζε στοιχειό: εμπεριείχε ένα θεϊκό, δαιμονικό στοιχείο που μας ξεπερνά. Και σε ένα βαθμό θα παραμείνει ακατανόητο».