Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

Το βαθύ Άγγιγμα


Αναλαμβάνω ακέραια την ευθύνη, για την διαχείριση και την επιλογή, του υλικού που εμφανίζεται ΣΤΟΝ ΠΗΓΑΙΜΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΘΑΚΗ .

Αλλά ο θησαυρός που αθροίζεται , σαν σε ξωκλήσι τάματα , σε αυτήν την απόμερη γωνιά του διαδικτύου ανήκει σε όλους όσους περνώντας πήραμε
μια « κατά τι» βαθύτερη ανάσα, σπείραμε ένα σπόρο, γράψαμε μια λέξη, ένα ψίθυρο καρδιάς αφήσαμε , κι ότι άλλο αγαπήσαμε.

Μέρες τώρα, από μια έντονη ανάγκη απομόνωσης και περισυλλογής έτρεξα να κουρνιάσω βαθιά μέσα μου κλίνοντας την εξώπορτα .
Σε κάποια απ' αυτές τις άχρωμες ,μοναχικές, εσωτερικές στιγμές μου άνοιξα μηχανικά το
e-mail μου. Με περίμενε το μήνυμα ενός Αντρα.

Είναι ένας από τους θησαυρούς του ΠΗΓΑΙΜΟΥ που παρακράτησα από σας τους εταίρους μου και δικαιούχους.

Αλαφιάστηκα, το ίδιο και ο καθρέπτης μου τάχασε μαζί μου, μια να γελάω μια να κλαίω να με βλέπει.

Φόρεσα το μπουφάν μου και βγήκα στους δρόμους του κόσμου ,με θάρρος εκτεθειμένη στην παγωνιά του, θωρακισμένη με το ζεστό σου , το βαθύ σου άγγιγμα , Κύριε Ευάγγελε Αυγουλά.

Και στο λέει αυτό ένας Ανθρωπος, μια Μητέρα, μια Γυναίκα, που γνωρίζει καλά από βαθιά αγγίγματα.

Κοίταξα όσα ζευγάρια μάτια παιδικά συνάντησα στο δρόμο μου κι είδα γραμμένο το όνειρο για ένα καλλίτερο ανθρωπινότερο αύριο.

Διάβασα πίσω απ'τα χαμόγελα νέων-εφήβων που σχολνάγανε απ το σχολείο τους και σιγοψιθυρίζανε ,αγκαλιασμένοι, μια υπόσχεση ό,τι κάποια στιγμή, θα ...την κάνουν και θα την πάρουν την ζωή τους στα χέρια τους και καινούριο κόσμο θα πλάσουν να ζήσουν σαν άνθρωποι .

Στηρίχτηκα στο μπράτσο σου, Κύριε Βαγγέλη έγινα ένα με το πλήθος που περπατούσε πλάι μου και αντικριστά . Χαμογέλασα συνωμοτικά...
«Κουράγιο παιδιά, αρκεί ν' αντέξουμε και θα την δούμε την άσπρη μέρα.» είπα από μέσα μου πιστευτά.


`````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

Καί κείνη την στιγμή δάκρυσα

Ο κ. Βαγγέλης Αυγουλάς, φοιτητής Νομικής, γράφει την εμπειρία του ως τυφλού:

«Στις 7 Ιανουαρίου, του Αϊ-Γιάννη, είχα πάει και εγώ σε μια γιορτή να πω τα "χρόνια πολλά" σε έναν εξάδελφό μου. Κάποια στιγμή η πόρτα χτύπησε άλλη μία φορά, τα βλέμματα των καλεσμένων που κάθονταν στο σαλόνι στράφηκαν προς τα εκεί και εγώ, εκ γενετής τυφλός, περίμενα να ξεδιαλύνω τις φωνές των νέων επισκεπτών, να καταλάβω ποιοι είναι, αν τους ξέρω ή όχι, αν σε λίγο θα συστηθώ ή θα χαιρετήσω φίλους. Δεν πρόλαβα να... αποκωδικοποιήσω το πρώτο άκουσμα, γιατί ένα απαλό άγγιγμα στο αριστερό μπράτσο με έκανε όπως καθόμουν να στραφώ μηχανικά προς τα εκεί και ταυτόχρονα με απλωμένο το δεξί χέρι- αντανακλαστικές κινήσεις όσων βλέπουμε αγγίζοντας- ζήτησα να "δω" ποιος είναι. Τότε ένα παιδικό χέρι σφήνωσε μες στη χούφτα μου, με το αριστερό χέρι πλέον άγγιζα ένα κοριτσάκι- είχε μακριά μαλλιά- περίπου στο ύψος της πολυθρόνας όπου καθόμουν, οι φωνές είχαν γεμίσει το σαλόνι και κατάλαβα, χωρίς αμφιβολία πια, πως ήταν η κόρη δύο φίλων, η Αγγελική, πέντε ετών. Δεν ήξερε λόγω ηλικίας να μου πει "καλή χρονιά", "χρόνια πολλά" και τις λοιπές καθιερωμένες ευχές λόγω εορτών, ήξερε όμως πολύ καλά πώς να με χαιρετήσει, πώς να με κάνει να καταλάβω ποιος ήρθε, πώς να κάνει αμέσως και το δικό μου περίεργο βλέμμα να στραφεί προς την πόρτα!

Είχαν περάσει μόνο λίγα δευτερόλεπτα και εγώ, ακόμη ξαφνιασμένος, άκουσα να μας ζητούν "ο καθένας να πάρει για ένα λεπτό το ποτό του στο χέρι" για να στρωθεί πάνω από το τραπέζι το καλό τραπεζομάντιλο- είχε έρθει η ώρα του φαγητού. Αφήνω το χεράκι της Αγγελικής για να πάρω το ποτήρι αλλά ήδη έχει προλάβει, το κρατά υπομονετικά για ένα λεπτό και μετά το αφήνει πάλι προσεκτικά μπροστά μου, στο σημείο όπου το είχα αφήσει για να το βρίσκω όποτε και όταν θέλω, αν θέλω, εύκολα, άνετα και προ παντός μόνος μου.

Και εκείνη τη στιγμή δάκρυσα! Γιατί δεν ξέρω πόσο ακριβώς καταλάβαινε η Αγγελική τι έκανε, τι ακριβώς ένιωθε και τι της είχαν πει και εξηγήσει οι γονείς της για μένα. Ξέρω όμως πως αυτό που έκανε δεν είναι το ίδιο με τα ακατάλληλα σε κάθε πόλη πεζοδρόμια- όπου αυτά υπάρχουν- για να βγεις ασφαλής από το σπίτι σου, με τα όμορφα λόγια των άεργων που παρουσιάζονται ως αυτόκλητοι προστάτες των αναπήρων μη θέλοντας να καταλάβουν πως δεν τους έχουμε ανάγκη, με τις τεράστιες ελλείψεις υποδομής σε κάθε τομέα αυτού που στη θεωρία λέμε "κράτος πρόνοιας", που υποχρεώνουν τους αναπήρους- στην καλύτερη περίπτωση- να παλεύουν καθημερινά να αποδείξουν πως δεν είμαστε βάρος στην κοινωνία. Και φυσικά, δεν είναι το ίδιο με τη στάση πολλών που όταν βλέπουν κάποιον τυφλό με παρέα ρωτούν τους γύρω του "πώς τον λένε;" σαν να ρωτούν για κάποιο κατοικίδιο που βλέπουν να κάνει τον καθημερινό του περίπατο, ή με τα δέκα λεπτά που περιπλανιόμουν στο Σύνταγμα αποπροσανατολισμένος από τον πολύ κόσμο, τους μικροπωλητές, τα πολλά εμπόδια και τις άλλες αλλαγές για την εορταστική ατμόσφαιρα λόγω Πρωτοχρονιάς, μέχρι να με δει σε εκείνη την "ερημιά" κάποιος και να θελήσει να με βοηθήσει.

Μέχρι χθες έλεγα, "δεν πρόκειται να αλλάξουμε". Από σήμερα λέω, "μπορεί και μπορούμε να αλλάξουμε". Σ΄ ευχαριστώ Αγγελική!».