Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

Κάνε τόπο να περάσω


Εξομολόγηση αντί προλόγου.

Η αληθινή ιστορία που ακολουθεί σκοπό δεν έχει μόνο να αναδείξει για πολλοστή φορά την απουσία της πολιτείας και της κοινωνικής μέριμνας στην χώρα μας.

Είναι επίσης ένα άδειασμα της ψυχής μου. Είναι μια ενοχή που θέλω να την μοιραστώ γιατί μου περισσεύει.
Ήλθα πρόσωπο με πρόσωπο με τους ήρωες μου. Μου ζήτησαν το χέρι και δεν τους το έδωσα γιατί κάτι τέτοιο ξεπερνούσε τα όρια μου. Δεν είναι δικαιολογία.
Εξήγηση όμως είναι.

Ο Τάσος και ο Πέτρος, δίδυμα αδέλφια και η μάνα τους η Αντιγόνη ιερόδουλη , ήταν τα μέλη μιας μονογονεϊκής οικογένειας.

Η Αντιγόνη δεν το κατάλαβε και ποτέ δεν έμαθε με ποιον πελάτη τα έφερε στον κόσμο τα δίδυμα.

Τα παιδιά, μεγάλωσαν μόνα τους σχεδόν στο δρόμο. Ούτε στον παιδικό σταθμό δεν βρήκαν θέση. Η Αντιγόνη ήταν λαθραία εργαζόμενη και δεν συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις ένταξης των παιδιών σε παιδικό σταθμό.

Τα έγραψε στο Δημοτικό αλλά δεν βγάλανε την πρώτη τάξη. Η Δ/ση του σχολείου κάλεσε μια μέρα την Αντιγόνη και προσπάθησε να της εξηγήσει την αδυναμία προσαρμογής των παιδιών στην τάξη και την αναγκαστική απομάκρυνση τους από το σχολικό περιβάλλον. Εκείνη δεν κατάλαβε και πολλά, σαν τιμωρία το εξέλαβε επειδή ήταν άτακτα τ’ αναθεματισμένα..

Με ενέργειες Κοινωνικής Λειτουργού που κλήθηκε από τον Δ/ντή του σχολείου να διαχειριστεί το περιστατικό, διαγνώσθηκε από την εξέτασή τους στην τοπική υπηρεσία του ΠΙΚΠΑ ελαφρά διανοητική στέρηση με ψυχωσική συνδρομή .
Τα παιδιά απομακρύνθηκαν από το «κανονικό σχολείο» Στο σημείο αυτό έκλεισε και η παρέμβαση της κοινωνικής λειτουργού. Τα υπόλοιπα έπρεπε να τα φροντίσει η μητέρα Αντιγόνη.

Η Αντιγόνη, υπολειπόμενο άτομο και η ίδια, δεν ήξερε ,δεν ήθελε. δεν μπορούσε να προβεί σε καμιά ενέργεια για τίποτα. Την ζωή των διδύμων Πέτρου και Τάσου ,την πήρε στα χέρια της η σκληρή τους μοίρα ,βάρκα χωρίς πανιά,χωρίς κουπιά που σκάλωσε ναυαγισμένη σε ξέρα.

Χωρίς φροντίδα, χωρίς αγάπη, χωρίς περίθαλψη, με εξαίρεση το Προνοιακό αναπηρικό επίδομα των 430 Ευρώ (τότε) ανά δίμηνο. Μια "φίλη "της Αντιγόνης που ήξερε απ' αυτά, βοήθησε. Τα παιδιά περάσανε από την σχετική Νομαρχιακή επιτροπή ,πιστοποιήθηκε η αναπηρίας τους 67% με την βούλα του ψυχωσικού
κι έτσι κατοχυρώθηκε το δικαίωμα τους στην βαριά αναπηρία.

Ακολούθησαν είκοσι πέτρινα χρόνια στους δρόμους του Πειραιά ,με τελευταίο κατάλυμα κεντρικό φιλόξενο πεζόδρομο, πλημμυρισμένο στο φως της ημέρας και τα λαμπερά φώτα των πολυτελών καταστημάτων τα βράδια. Τον δρόμο με τις ωραίες βιτρίνες, τα παγκάκια , τα δεντράκια κατάφορτα με ανθούς την Άνοιξη, τα πολύβουα ταχυφαγάδικα και τον πολύ κόσμο περαστικό αλλά και μόνιμο κάτοικο. Τουλάχιστον δεν ήταν μόνοι... Υπήρχαν κι άλλοι εκεί αναγνωρίσιμοι και μη...Απλώνανε το χέρι στους ανθρώπους για βοήθεια . Κάποιοι τους την δίνανε σε ψιλά. Αλλά ο Θεός τους την αρνήθηκε.!

Τερατοειδή του υποκόσμου που την μέρα κοιμούνται και την νύχτα τροφοδοτούνται με ανθρώπινες σάρκες, τους έβαλαν στο χέρι, τους έκαναν βαποράκια , τους μάθανε τα ναρκωτικά.

Έτσι χάθηκε η όποια ελπίδα για μια φωλιά γι αυτά τα ανυπεράσπιστα πουλιά, που δεν κελάηδησαν ποτέ . Το κορμί τους ένοιωσαν να ξεπαγιάζει τους χειμώνες στα παγκάκια του πεζόδρομου « της μικρής μας πόλης».
Η μάνα, τους πήγαινε φαΐ κάπου -κάπου ..Δυό φορές πήγε και στην αστυνομία, την Κεντρική Ασφάλεια του Πειραιά ,εκεί κοντά στο Δημοτικό Θέατρο είναι.

.--Σας παρακαλώ μαζέψτε τα να τα βάλετε φυλακή. Να έχουνε ένα πιάτο φαϊ . ένα κρεβάτι να κοιμηθούν , να παίρνουν και τα φάρμακά τους

--Κυρία μου δεν μπορούμε, τους χρήστες δεν έχουμε τι να τους κάνουμε.. Για να πάνε φυλακή πρέπει να δικαστούν, να τους πιάσουν αυτόφωρο ή να υπάρχουν αποχρώσεις ενδείξεις ότι διακινούν ναρκωτικά.. Η Αστυνομία δεν έχει αρμοδιότητα στην περίπτωσή σας. Πηγαίνετε στην Κοινωνική Υπηρεσία του Δήμου μήπως μπορούν να βοηθήσουν!!!.
(Ποια δημοτική υπηρεσία ποιανού Δήμου?)

Εκεί συναντούσα τα αδέλφια όσες φορές περνούσα και περνούσα κάθε μέρα, αλλά βιαστικά τους προσπερνούσα. Δεν άντεχα να τους δω κατά πρόσωπο. Δεν τους έδινα την βοήθεια που ζητούσαν με απλωμένο το κατατρυπημένο τους χέρι. Είμαι της θεωρίας, ότι όποιος χρηματοδοτεί μιαν τέτοια κατάσταση, την υποστηρίζει, συμβάλλει στην διατήρησή της δεν την αποτρέπει.. Έτσι άνοιγα βήμα κι έφευγα . Άσε που ψιλοφοβόμουν κι όλας . Το ίδιο και τα κορίτσια μου η Μαρία και η Βαρβάρα, ιδιαίτερα το Μαράκι μου.

Πριν μερικούς μήνες κατηφόριζα με το Μαράκι μου τον πεζόδρομο. Ο ένας από τους δύο( δεν τους ξεχωρίζω, τόσο όμοιοι είναι) μας πλησίασε τρικλίζοντας, μας έκλεισε τον δρόμο. Δεν είχε δύναμη ν' απλώσει χέρι. Με φωνή που μόλις έβγαινε από μέσα του μου ζήτησε ένα Ευρώ. Κοφτά του είπα:
---- Δεν έχω , άφησε με σε παρακαλώ να περάσω.
Η Μαρία πανικοβλήθηκε. Άρχισε να φωνάζει και να με τραβάει βίαια.
-----Όχι ...όχι .... όχι, πάμε να φύγουμε. Οι περαστικοί σταμάτησαν και κοίταζαν το Μαράκι, εκείνον τον ήξεραν οι περισσότεροι..
Δεν μου ήταν εύκολο να ξεφύγω από τον συνωστισμό. Τον κοίταξα για πρώτη φορά ευθέως στα βασιλεμένα , άχρωμα σκοτεινά του μάτια και του είπα αυστηρά:

--- Δεν βλέπεις ότι υπάρχει πρόβλημα με το κορίτσι ? Κάνε τόπο να περάσω..

Δεν κουνήθηκε από την θέση του. Στύλωσε την απλανή ματιά του για δευτερόλεπτα στην Μαρία και αργά την άδειασε πάνω μου ψελλίζοντας με απορία.
------ Γιατί φοβάται ? εγώ ένα Ευρώ ζητάω να πάρω μια τυρόπιτα.

Με μια βίαιη κίνηση ξέφυγα από τον «κλοιό του» και χάθηκα βιαστικά μέσα από τα πηγαδάκια των περίεργων θεατών μας.

Προ ημερών ,γύρισε η Βαρβαρούλα μου σπίτι αναστατωμένη.

----Μαμά τα έμαθες ? ό ένας από τα δύο αδέλφια, τους ναρκομανείς στον πεζόδρομο, ( ποιος άραγε από τους δυό ? και οι δύο ένας ήταν ) πέθανε το μεσημέρι, εκεί στο παγκάκι απέναντι από το EVEREST ,αλήθεια σου λέω το είδα με το μάτια μου. Τα ματάκια της γιόμισαν δάκρυα .Η ψυχούλα της δεν αντέχει σε τέτοια βάρη.

Ίσως ήταν και το μοναδικό δάκρυ για τον Πέτρο ή Τάσο.. .Τι σημασία έχει άλλωστε!
Ένας ακόμη νέος άνθρωπος καταδικασμένος σε ισόβια εγκατάλειψη, δραπέτευσε για πάντα,ευτυχώς, από τα χέρια της σκληρής του μοίρας.

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2009

Ένας ευυπόληπτος Πολίτης


Αντί προλόγου

Η ανάγκη να καταγράψω αυθεντικές ιστορίες ανθρώπων που επιλέγησαν από τον Θεό να φέρουν στον κόσμο, να μεγαλώσουν, να αγαπήσουν, να στηρίξουν παιδιά με Ειδικές Ανάγκες, ωρίμασε στο μυαλό μου, σαν τον καρπό που δεν τον βαστάει πια το δέντρο και πέφτει στο έδαφος, με ότι αυτό σηματοδοτεί..
Η ιστορία ,είναι πραγματική.
Τα πρόσωπα είναι υπαρκτά.
Τα ονόματα, τα επαγγέλματα, και ο τόπος είναι φανταστικά για ευνόητους λόγους.


Ο Ορέστης στα σαράντα του και η Μέλπω στα τριάντα πέντε της, παντρεύτηκαν από προξενιό.
Στον γάμο τα βρήκανε, αγαπήθηκαν, συνεννοήθηκαν και απέκτησαν το πρώτο τους παιδί. Το Γιώργο . Η χαρά μεγάλη. Σκοπός και προορισμός τους να τον μεγαλώσουν και να τον κάνουν έναν ευυπόληπτο, χρήσιμο άνθρωπο στην κοινωνία.

Δόξα το Θεό όλα καλά πηγαίνανε μέσα στην οικογένεια τους και την δουλειά του Ορέστη. Είχε στήσει μια μικρή βιοτεχνία γυναικείων ενδυμάτων στην Νίκαια ,και μέσα σε οκτώ χρόνια γκρέμισαν το προσφυγικό σπιτάκι τους, προίκα της Μέλπως και στην θέση του χτίσανε διώροφο.
Τότε ήταν που έμεινε έγκυος η Μέλπω. Το ξαφνικό, το απρόσμενο το ανεπιθύμητο(?) έφερε τα πάνω κάτω στο ζευγάρι.
« Θα το κρατήσω» πάτησε πόδι η Μέλπω.

Από δω την είχε από κει την έφερνε ο Ορέστης.
Βρε γυναίκα ,έχεις και μια ηλικία, μήπως και κάτι δεν πάει καλά.?
-Δεν ακούω κανέναν ,θα το κρατήσω ,είναι το στερνοπαίδι μου. Μου το έστειλε ο Θεός και θα είναι κόρη.
Το παιδί γεννήθηκε κανονικά στην ώρα του -Αγόρι-
Μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες κυκλοφόρησαν τα κακά μαντάτα.
Σύνδρομο Down η διάγνωση των ειδικών.

Μετά δέκα μέρες η Μάνα Μέλπω με το αγοράκι της ,το στερνοπαίδι της στην αγκαλιά άφησε το Μαιευτήριο Αθηνών και τράβηξε για το σπιτικό της. Ξωπίσω της ο Ορέστης, βουβός, σκυφτός , γέρος...
Η επόμενη μέρα τους βρήκε χαμένους, ανήξερους, ανήμπορους, αιφνιδιασμένους και μονάχους.
Ο Γιώργος άργησε πολύ να καταλάβει τι παιζόταν με τον μικρό του αδελφό. Ένοιωθε όμως το βάρος που πλάκωνε την οικογένεια μέσα από την σιωπή των γονιών του.
Η ζωή τους τράβηξε την ανηφόρα αλλά συνεχίστηκε και ασφυκτικά γιόμισε χωρίς να αφήσει χώρο για τίποτ' άλλο εκτός από την Αγάπη, την Αφοσίωση, την φροντίδα της Μάνας Μέλπως για το στερνοπαίδι της , τον Γιάννη της, που ξεπετάχτηκε και σιγά-σιγά- με τα χρόνια έγινε ένα ζωηρό, τρυφερό παλλικαρόπουλο που έμεινε παιδί σαν αυτά τα παιδιά που ζουν ανάμεσά μας αλλά μένουν παιδιά...

Ο Γιώργος μεγάλωσε κι αυτός «κανονικά» έγινε ένας ευυπόληπτος πολίτης, μπήκε στην δουλειά του πατέρα του, την παρέλαβε, την μεγάλωσε, γνώρισε και μια «εγγράμματη» κοπελιά, παντρεύτηκαν ,κι έκανε σπιτικό δικό του.

Πριν τρία χρόνια η Μέλπω πέθανε από καρκίνο
Πριν ένα χρόνο ο Ορέστης πέθανε από έμφραγμα. Μόλις που είχε προλάβει να γράψει ότι είχε και δεν είχε στον Γιώργο, για να προστατέψει τον μικρό ,-όπως τον ονομάτιζε,- για να μην τον εκμεταλλευτεί κανένας ξένος.

Σήμερα ο Γιάννης είναι είκοσι επτά ετών. Μένει μόνος στο πατρικό του σπίτι όπου τον άφησαν οι γονείς του. Μια «ξένη» που πηγαίνει και στο σπίτι του Γιώργου, φροντίζει το σπίτι του μια φορά την εβδομάδα .
Η νύφη του ,δεν ξαναπάτησε στο σπίτι μετά την κηδεία του πεθερού της.
Κάποιοι γείτονες , παλιοί φίλοι της οικογένειας , συγκάτοικοι από τον καιρό που έμεναν οι γονείς τους στα προσφυγικά, του πάνε ένα πιάτο φαΐ.

Τις νύχτες, τον ακούνε που κλαίει και φωνάζει και κτυπάει τις πόρτες , αλλά δεν διαμαρτύρονται για να μην τον πάρει η αστυνομία και τον κλείσει με διαταγή εισαγγελέα στο Ψυχιατρείο.Τον λυπούνται.
Τις ημέρες τον βλέπουν να γυρίζει από δω κι από κει αλλά δεν τον διώχνουν, δεν τον φοβούνται τον αγαπούν.!!!
Ο μεγάλος αδελφός ευυπόληπτος κύριος Γιώργος ,απών μια ζωή, παραμένει άφαντος και περιμένει πότε ο Θεός θα τον απαλλάξει από το ηθικό βάρος που του άφησαν οι γονείς του……