Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

Αύριο είναι μια άλλη μέρα.



Μια αληθινή εν ενεργεία ιστορία....

Μεσότοιχος χώριζε τα διώροφα σπίτια μας στη παλιά μας γειτονιά.

Οι πασχαλιές στο πεζοδρόμιο έξω απ' τις πόρτες , παραβγαίνανε σε ύψος, κι ακουμπούσαν στα μπαλκόνια μας. .

Οι διπλανοί μας , Συριανοί στην καταγωγή ,ο Γιώργος ( Δημόσιος υπάλληλος) και η γυναίκα του η Αθηνά (οικοκυρά) είχαν μια μοναχοκόρη την Δώρα. Η Δώρα λες και ήταν πορτραίτο σε χρυσή κορνίζα.
Δεν
έβγαινε ποτέ στη γειτονιά. Δεν έπαιξε ποτέ με τα παιδιά. Σχεδόν δεν κυκλοφορούσε. Με το αυτοκίνητο την πήγαινε στο σχολείο ο πατέρας της και με το αυτοκίνητο την έφερνε .Κανείς δεν ξέρει και δεν έμαθε το κύκλο της,( αν είχε) και το εκπαιδευτικό της περιβάλλον. Κανείς ποτέ δεν είδε το χαμόγελό της.
Καμιά
φορά την βλέπαμε με τη θεία Κανέλλα ( αδελφή της μάνας της) στο παράθυρο του ισογείου, να βλέπουν τον κόσμο να περνά.

Η Κανέλλα ήταν ο σύνδεσμος της οικογένειας με τον έξω κόσμο. Απ' αυτή μαθαίναμε τα της αθόρυβης ζωής τους, όταν τα βράδια με καλό καιρό, οι νοικοκυρές μαζεύονταν στην διπλανή την πόρτα και βεγγερίζανε .Τα πιτσιρίκια παίζαμε κρυφτό στον δρόμο.

Η Κανέλλα κυκλοφόρησε το νέο.

Η Δώρα παντρεύεται στα δεκαεπτά της .Προξενιό. Έναν μακρινό ευκατάστατο εξάδελφο από το νησί, ναυτικό. Θα έπαιρνε το δίπλωμα του Πρώτου ο Καπετάνιος, θα εγκατέλειπε την θάλασσα και θα μετοικούσαν με την οικογένειά τους, μόνιμα στο νησί όπου ο Ντίνος ( ο γαμπρός) θα έφτιαχνε τουριστική μονάδα. Είχε τον τρόπο του και το σχέδιό του.

Αλλά η ζωή έχει τα δικά της σχέδια.. Την δική της πυξίδα στην πορεία του καθενός..
Ο Ντίνος
ξεμπαρκάριζε κάθε δυο χρόνια ,έμενε στην στεριά ένα- δύο μήνες και ξαναγύριζε στην θάλασσα.
Το
πήγαινε έλα από στεριά σε θάλασσα κράτησε πέντε- έξη χρόνια, αλλά η οικογένεια δεν συμπληρωνόταν με ένα παιδί. Τα σύννεφα πυκνώνανε στον ουρανό και σκιάζανε την ελπίδα για το ξεκίνημα μιας ζωής απ' την αρχή στο πανέμορφο νησί τους. Οι γιατροί δεν εντόπισαν ιδιαίτερο πρόβλημα σε κανέναν από τους δύο.
«Ισως χρειάζεται συχνότερη μεταξύ τους επικοινωνία.» είπαν !

Μετά το δίπλωμα του Πρώτου Καπετάνιου ο Ντίνος εγκατέλειψε για πάντα την θάλασσα και εγκαταστάθηκε προσωρινά σώγαμπρος στης γυναίκας του το πατρικό.

Το προσωρινό όμως σχέδιο επί χάρτου, μονιμοποιήθηκε επ ‘ αόριστο.

Το παιδί δεν ερχόταν. Πού να πάνε οι δυό τους; Τι τις ήθελαν τις επιχειρησιακές δραστηριότητες στο νησί.; Ούτε για καλοκαίρι δεν τους έκανε καρδιά να επισκεφτούν τον τόπο που είχε θαμμένο το ναυαγισμένο όνειρό τους.

Ύστερα είχαν προβλήματα και με τους γέρους .Η Μάνα Αθηνά χρειάστηκε να εγκλειστεί σε ψυχιατρική κλινική. Κανείς δεν έμαθε πώς και γιατί. Ούτε η αδελφή της η Κανέλλα δεν μίλαγε γι αυτό . Ο κύριος Γιώργος πολύ άρρωστος με ζάχαρο και καρδιά. Που να τους αφήσουν μόνους στον Πειραιά ; Ποιος θα τους κοιτάξει; Η Κανέλλα είχε και αυτή προβλήματα υγείας. Εγκαταλελειμμένη από τον άνδρα της κι έναν γιο που σπάνια εμφανιζόταν. Κανείς δεν ήξερε που πηγαινοερχόταν.

Ξαφνικά, στα τριάντα οκτώ της χρόνια το προβληματάκι που προέκυψε στην Δώρα δεν ήταν κλιμακτήριος. Εγκυμοσύνη ήταν και μάλιστα προχωρημένη.
Αμέσως
φάνηκε η αλλαγή. Δεν άλλαξε μόνο ο σωματότυπος της Δώρας . Άλλαξε και βγήκε προς τα έξω μια διαφορετική εικόνα .Η κανέλλα μπαινόβγαινε συχνότερα από το σπίτι, είχε δουλειές να κάνει.... Το ζεύγος κάθε απόγευμα έκανε την βόλτα του στο Πασαλιμάνι. Η Δώρα χαιρετούσε με χαμόγελο όποιον γνωστό συναντούσαν . Ο Ντίνος, δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου,(πάντα του έτσι ήταν ) αλλά μέσα από τον σταθερό ρυθμικό βηματισμό του έδειχνε ν' απολαμβάνει το βάρος της γυναίκας του και του παιδιού του που στηριζόντουσαν στο μπράτσο του και περπατούσαν πλάι-πλάι .στο λιμανάκι απ' όπου η θάλασσα έστελνε χαιρετίσματα στον Καπετάνιο....

Γέννησε η Δώρα κοριτσάκι !

Από τότε πέρασε πάρα πολύς καιρός, άνθρωπος για να την δει . Βαριά έπεσε η αυλαία της απομόνωσης και της σιωπής στο σπιτικό τους.

Η ιστορία ξαναγράφεται απ' την αρχή.
Κανείς δεν μίλαγε πια,. Όλοι υποψιάζονταν όμως για το τι γινόταν στο διώροφο με τις γλάστρες στη αυλή, τις γαρουφαλιές τις κρεμαστές απ' τα παρτέρια ,το γιασεμί και το νυχτολούλουδο που σκόρπιζαν τις νύχτες τ' άρωμά τους .
Η βουρκωμένη
ματιά της Κανέλλας αφόπλιζε και τον πιο περίεργο. Κανείς δεν ρωτούσε.
Σίγησε το ρεπορτάζ


Ο Πατέρας Γιώργος πέθανε ένα βράδυ και κανένας θόρυβος δε έγινε στην γειτονιά.. Το νεκρώσιμο πληροφόρησε τον ενταφιασμό του στο νησί .
Η Μάνα
Αθηνά, πέθανε κι αυτή κανείς δε ξέρει πότε που και κάτω από ποιες συνθήκες.

Τα παλιά μας σπίτια με τον μεσότοιχο ,τα παλιά φανάρια στην πρόσοψη, τις μπρούτζινες παλάμες στις πόρτες για κουδούνια, τα χειροποίητα σφυρήλατα μπαλκόνια αγκαλιές για τις πασχαλιές του δρόμου και φωλιές για τα χελιδόνια την Άνοιξη, δόθηκαν αντιπαροχή για…..γκρέμισμα.

Οι ήρωες μας ,δε έμειναν σε ένα από τα διαμερίσματα που πήραν αντιπαροχή.

Στην ίδια γειτονιά που δεν έχει καμιά σχέση με την παλιά , αλλά με τις μνήμες να επιμένουν, αγόρασαν ένα τεσσάρι στον πρώτο όροφο πολυκατοικίας, ένα τετράγωνο μετά την πρώτη κάθετο της παλιάς γειτονιάς..Εκεί μέσα στο τεσσάρι της άγνωστης πολυκατοικίας, μεγαλώνει το κοριτσάκι η Αθηνούλα με τους γονείς της που γερνούν μαζί της. Δε βγήκε ποτέ έξω όσο ήταν παιδί . Δε την είδε κανείς. Δεν έπαιξε δεν ακούστηκε δεν γνώρισε κανέναν άλλο ,παρά τους γονείς της και την Θεία Κανέλλα.

Η Δώρα στα πενήντα της περίπου , ένα πρωί κοιτάχτηκε, κρυφά π' τον άνδρα της στο καθρέπτη. Εκείνος της έκανε ένα κλίκ.--΄

"Όχι δε μου αρέσεις όπως είσαι. Ποτέ δεν μου άρεσες"

Αυτό ήταν η αρχή. . Στη συνέχεια, πήγε κομμωτήριο, αγόρασε τζίν παντελόνι. και μπλουζάκια με ωραία χρώματα. Εκλεισε ραντεβού με μια αισθητικό, έβαλε και κραγιονάκι που ποτέ δε είχε βάλει. Έκανε check-up

Η Δώρα ποτέ δε ήταν ελκυστική . Σήμερα όμως είναι μια περιποιημένη συμπαθής κυρία!. Πήγε σε βιβλιοπωλείο, αγόρασε και διάβασε βιβλία για παιδιά με σύνδρομο down και άλλα σύνδρομα. Έψαξε και βρήκε σχολείο για ειδικά παιδιά. Να περνά η Αθηνούλα μερικές ώρες κ΄ ίσως μάθει και κάτι. Παίρνει κάθε απόγευμα την κόρη της a la bracheto και γυρίζουν τις βιτρίνες, Πάνε και κάθε Κυριακή πρωί στη εκκλησία. Στον Επιτάφιο το Πάσχα και το βράδυ στη Ανάσταση.
Η γειτονιά ,με
νέους γειτόνους πια , λίγα ξέρει απ' τα παλιά, λέει κάθε μέρα καλημέρα στη Δώρα και πάντα θα υπάρχει μια σοκολάτα για την Αθηνούλα, κάποιος να της δώσει.

Ο Ντίνος στην αρχή φοβήθηκε με τη αλλαγή της γυναίκας του μήπως και σηματοδοτεί κάποια καινούρια συμφορά με την υγεία της ( Όποιος καεί το χυλό φυσάει και το γιαούρτι).Σιγά -σιγά όμως ακολουθεί κι αυτός στα μετόπισθεν .
Τα
βράδια στη τηλεόραση μπροστά, όταν η Αθηνούλα κοιμάται, η Δώρα ζαρώνει στο πλευρό του κακάσχημου γερασμένου Ντίνου. Του άντρα της πάντα, και συνοδοιπόρο στον Γολγοθά της. Του άντρα που δε τους ενώνουν μόνο τα δεσμά του γάμου, αλλά χειροπέδη ο πόνος τους για το παιδί που είχαν ξεχάσει και δεν περίμεναν αλλά εκείνο τους αναζήτησε και τους βρήκε πάνω στη Γη.

--Πίεση πήρες,?
---- Τι έκανες
με την ρωσίδα που σου είπαν ότι στην πατρίδα της ήταν παιδίατρος ;
----
της γράψουμε ένα σπίτι ,αλλά με όρους να κοιτάξει την Αθηνούλα όταν εμείς θα κλείσουμε τα μάτια μας. .
----Μίλησες
με τον δικηγόρο πως μπορούμε να εξασφαλίσουμε το παιδί μας?
Η αγωνία της Δώρας
μέσα από τις συνήθεις ερωτήσεις της ξεσπά σαν τη βροχή στο τζάμι .
---Δύσκολα τα βλέπω όλα, δεν υπάρχει μια Αρχή να προστατεύει αυτούς τους ανθρώπους όταν μείνουν μόνοι.

Η ίδια πάντα επωδός του άντρα της.

Ένα δειλό της χάδι στο άδειο από μαλλιά κεφαλάκι του και η συνήθης έκφραση.
«Έλα , μην
τα σκέπτεσαι όλα τώρα βραδιάτικα και σου ανεβαίνει η πίεση.
Αύριο
είναι μια άλλη μέρα. Κάτι καινούριο μπορεί να ξημερώσει .. .

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

Tα Θαύματα δεν γεννιούνται στο λυκόφως και την απανεμιά


Μια αληθινή ιστορία Αγάπης .

Η Αργυρώ, αγρότισσα από την Μεσσηνία, δεν είχε που να πάει στην Αθήνα, μετά την κηδεία της κόρης της που σκοτώθηκε από μηχανή στην Λεωφόρο Συγγρού ,τα ξημερώματα μιας Τρίτης .

Δεν έφυγε όμως αμέσως για το χωριό της, γιατί ήθελε να δει τι θα αποκάνει, με δαύτο το άλαλο παιδί 3-4 χρονών ( ? ) που βρήκε αφημένο στη κάμαρα της κόρης της, στο μισογκρεμισμένο ξένο σπίτι κοντά στην χωματερή του Σχιστού.

Το αγόρι δεν μιλούσε, δεν λαλούσε,, πείναγε διαρκώς, πήγαινε κι ερχόταν επί τόπου στο μικρό δωμάτιο.

Η Γριά τα είχε χαμένα. Στην Αθήνα ,είχε να έλθει πριν δεκαπέντε χρόνια όταν η κόρη της είχε μπερδέματα με το τμήμα Ηθών. Έκανε ,λέει, πεζοδρόμιο χωρίς άδεια.
Κάποια πρωτοξάδελφα στα Μανιάτικα, του Πειραιά, ούτε ήξερε που να τα βρει αλλά ούτε και που ήθελε για να την δουν.

Αγνοούσε ,μέχρι τότε, την ύπαρξη του παιδιού ,ούτε που γνώριζε τίνος ήταν ! Περίμενε από μέρα σε μέρα κάποιος να το αποζητήσει ,ο πατέρας του ίσως. ..Αν και αυτή την εβδομάδα δεν φαινόταν κανείς θα πήγαινε να το παραδώσει στην αστυνομία. Τι άλλο μπορούσε να κάνει ? Να το πάρει στο χωριό ?
Δεν σφάξανε.

Παρασκευή πρωί, είπε να πάει στο νεκροταφείο ν' ανάψει το καντήλι στην κόρη της . Μετά θα άφηνε το παιδί στην αστυνομία και την επομένη το πρωί θα έφευγε πρώτα ο θεός για τον τόπο της, να ησυχάσει στο φτωχικό της ,να κλάψει το αδικοχαμένο στην ζωή και τον θάνατο κορίτσι της.

Κάθισε σε ένα ανάχωμα ,δίπλα στο μνήμα ,έβαλε το πρόσωπο της στα δυο της χέρια κι αναλύθηκε σε αναφιλητά . Μόνη ,σίγουρη πως δεν την άκουγε κανείς.

Ξαφνικά θυμήθηκε το μικρό.. Άρχισε να φωνάζει:

βρέεεεεε που είσαι βρεεεε? Άφαντος ο μικρός. Γύρισε η δόλια, όλο το νεκροταφείο . Δεν το βρήκε πουθενά. Δεν την κρατούσαν άλλο τα πόδια της. Σύρθηκε μέχρι την λεωφόρο Σχιστού, πήρε το λεωφορείο, κατέβηκε στον Πειραιά και πήγε στην αστυνομία .

Το και Το.!!!

Κινητοποιήθηκαν οι αρχές. Πριν ακόμη δύσει ο ήλιος , βρήκαν τον μικρό φυγάδα φοβισμένο, ένα πουλί χωρίς φτερά, χωρίς φωλιά, κουρνιασμένο σε έναν άδειο ανοικτό οικογενειακό τάφο
Ένα παιδί χωρίς μιλιά, χωρίς μάνα, χωρίς πατέρα μόνο πάνω στη Γή.

Δεν είναι το μοναδικό.

Ακολούθησε, η νόμιμη διαδικασία, το παιδί παραδόθηκε στο ΠΙΚΠΑ και από κει στο Νταού Πεντέλης.

```````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

Ό,τι Θέλεις είμαι εγώ εδώ.

Η κυρία Ασπασία, έχασε τον άντρα της πολύ νέα . Έμεναν με την μοναχοκόρη της την Ευγενούλα 8 χρονών στη Νεάπολη του Πειραιά.. και αποφάσισε να μην ξαναπαντρευτεί.

Είχε μια φίλη στο ΠΙΚΠΑ . Αυτή μύησε την κυρία Ασπασία στην ιδέα της Αναδοχής. Το ΠΙΚΠΑ εξασφαλίζει την απαιτούμενη στοιχειώδη δαπάνη διαβίωσης,. Το κοριτσάκι της θα μεγάλωνε με ένα αδελφάκι και κείνη θα ανάσταινε ένα γιο που τόσο πολύ επιθύμησε στην ζωή της.
Πράγματι έγινε ανάδοχος μητέρα ενός ορφανού αγοριού 5 ετών του Μάνου, που βρήκε μάνα κι αδελφή κι έγινε αναπόσπαστο μέλος της οικογένειας τους.

Η ζωή τους κυλούσε αθόρυβα με τις καθημερινές λύπες και χαρές που συμβαίνουν και στις καλλίτερες οικογένειες. Τα δύο αδέλφια μαλώνανε, αγαπιόντουσαν, αλλά ευτυχώς παίρνανε τα γράμματα κι έτσι η κυρία Ασπασία είχε μόνο να τα φροντίσει, να τα νοιαστεί, και να ζει μέσα από τα δυο παιδιά της την ζωή που δεν έζησε πριν αποκτήσει τον Μάνο.

Μια Καθαρά Δευτέρα κάλεσε την οικογένεια, η φίλη τους από το ΠΙΚΠΑ
( που ήταν και χρεωμένη, από την Υπηρεσία της, με την παρακολούθηση της αναδοχής του Μάνου), στην Ραφήνα στο εξοχικό της να περάσουν την ημέρα , να παίξουν και τα παιδιά.

Πήγαν!
Αυτή η Καθαρά Δευτέρα σημάδεψε την ζωή τους. Εκεί συνάντησαν για πρώτη φορά τον Στέφανο. Αυτό το όνομα έδωσαν οι ιθύνοντες του Νταού Πεντέλης, στον μικρό μας ήρωα. Τον δραπέτη που διάλεξε για καταφύγιο στη ζωή έναν ανοικτό τάφο.

Τα δυο παιδιά, ο Μάνος και η Ευγενούλα ξετρελάθηκαν με τον μπόμπιρα Στέφανο, έτσι όπως ήταν, λευκός, στρουμπουλός γαλανομάτης, κινητικός, με εμφανή την νοητική του αδυναμία και με κείνο το πλατύ αθώο χαμόγελο που ζωγράφιζε άγιο το προσωπάκι του.

Το πρότεινε η φίλη του ΠΙΚΠΑ .
Το θέλησαν πολύ τα παιδιά.
Το θέλησε ο Θεός.
Το σκέφτηκε και η κυρία Ασπασία και έγινε ανάδοχος μητέρα
και του Στέφανου !!!

Μεγάλη η ευθύνη. Πολύς ο κόπος. Η κούραση αξεκούραστη..

Δεν είναι εύκολο να μεγαλώνεις ένα παιδί με βαριά νοητική αναπηρία.

Τα θαύματα όμως δεν γεννιόνται στο λυκόφως και την απανεμιά.

Τα θαύματα ξεπηδούν μέσα από τον πόνο την βάσανο, και λάμψη τους ακολουθεί.

Η λάμψη της Αγάπης γιόμισε με φως το φτωχικό της κυρίας Ασπασίας.

Τα δυο αγόρια αγαπήθηκαν σαν να είχαν βγει από την ίδια κοιλιά, και η Ευγενούλα φρόντιζε το Στεφανάκο της σαν μια δεύτερη μάνα του. Η κυρία Ασπασία πάλευε σκληρά να τα φέρει βόλτα με τρία παιδιά. Αξιώθηκε όμως να τα «μεγαλώσει»

Την Ευγενούλα την πάντρεψε «καλά» και έχει και εγγονάκι σήμερα.

Ο Μάνος έγινε ηλεκτρονικός μηχανικός, ένα ευγενέστατο παλικάρι, στέλεχος σε μια ιδιωτική επιχείρηση που τον εκτιμούν και οι πέτρες.

Ο Στέφανος, αχ αυτός ο Στέφανος το στερνοπούλι της ! Δεν βάζει γλώσσα , τώρα πια , μέσα.
Κάθε μέρα πάει βόλτα με το αυτοκίνητο που τον πάει και τον φέρνει σ’ ένα Κέντρο Δημιουργικής Απασχόλησης για παιδιά με Ειδικές Ανάγκες στην περιοχή τους.
Της ξεφεύγει και πάει μόνος του στο φούρνο και το ζαχαροπλαστείο και αγοράζει ότι θέλει η ψυχή του με το χαρτζιλίκι που φροντίζει ο αδελφός του να μην του λείπει.|
Άσε που χαλάει τον κόσμο με τα γέλια του, τα τραγούδια του και τις γυροβολιές του. Κι όχι τίποτ΄ άλλο, δεν μπορεί σαν μάνα να του βάλει φωνή να τον αγριέψει. ΄ Έχει τον μεγάλο τον Μάνο της, που όλη την ώρα της παραγγέλνει:.

« Μάνα ,πρόσεχε τον αδελφό μου, μην τον μαλώνεις σε παρακαλώ.
Ό,τι θέλεις είμαι εγώ εδώ....."